συνοικώ

συνοικώ
(ε) αμετ.
1) см. συγκατοικώ; 2) сожительствовать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συνοικώ" в других словарях:

  • συνοικώ — συνοικῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνοικῶ Α [σύνοικος] διαμένω στην ίδια κατοικία, συγκατοικώ αρχ. 1. (για λαούς) σχηματίζω κοινωνία («ἡλληνίσθησαν τὴν νῡν γλῶσσαν πρῶτον ἀπὸ τῶν Ἀμπρακιωτῶν ξυνοικησάντων», Θουκ.) 2. (για άνδρα και γυναίκα) ζω μαζί… …   Dictionary of Greek

  • συνοικώ — συνοίκησα 1. συγκατοικώ. 2. συζώ με μια γυναίκα χωρίς νόμιμο γάμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνοικῶ — συνοικέω dwell pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνοικέω dwell pres ind act 1st sg (attic epic doric) συνοικέω dwell pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνοικέω dwell pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκω — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκῳ — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») …   Dictionary of Greek

  • ομοστεγώ — ὁμοστεγῶ, έω (Α) [ομόστεγος] ζω κάτω από την ίδια στέγη, είμαι συγκάτοικος, συνοικώ …   Dictionary of Greek

  • ομωροφώ — ὁμωροφῶ, έω (Α) [ομώροφος] είμαι ομώροφος με κάποιον, συγκατοικώ, συνοικώ με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • προσυνοικώ — έω, Α (ιδίως για γυναίκα) ζω μαζί με κάποιον ως σύζυγός του από πριν («τὴν... Ἄτοσσαν προσυνοικήσασαν Καμβύσῃ», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συνοικῶ (< σύνοικος)] …   Dictionary of Greek

  • συλλύω — Α [λύ(ν)ω] 1. λύνω κάτι μαζί με άλλον ή άλλους («ξύλλυε μητρὸς δεσμὸν», Ευρ.) 2. διαλύω δυσκολίες, βοηθώ στην επίλυση προβλημάτων 3. συνδιαλλάσσω, συμβιβάζω, συμφιλιώνω 4. συνοικώ, διαμένω κάτω από την ίδια στέγη με άλλον 5. (το μέσ.) συλλύομαι… …   Dictionary of Greek

  • συνοίκημα — ήματος, τὸ, Α [συνοικῶ] 1. η συγκατοίκηση 2. το άθροισμα αυτών που συγκατοικούν, που ζουν από κοινού, η κοινότητα τών ανθρώπων που ζουν μαζί («νομίσας δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»